- ἀλαζονικῶν
- ἀλαζονικόςdisposed to make false pretensionsfem gen plἀλαζονικόςdisposed to make false pretensionsmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Διομεία — Αρχαίος δήμος της Αθήνας, που ανήκε στην Αιγηίδα φυλή. Βρισκόταν ΒΑ της Αθήνας και πήρε την ονομασία του από τον Δίομο, γιο του Κολυττού. Στον δήμο αυτόν υπαγόταν το ιερό του Ηρακλή και το Γυμνάσιο Κυνοσάργους. Προς τιμήν του Ηρακλή τελούσαν τα… … Dictionary of Greek
Λουκιανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Λ. ο μάρτυρας. Μαρτύρησε επί Λικινίου (307 323), με ξίφος, στην πόλη των Τομέων της Σκυθίας μαζί με τον Ζωτικό. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Σεπτεμβρίου. 2. Λ. ο μάρτυρας. Ήταν πρεσβύτερος στην… … Dictionary of Greek